σύμπτυκτος

σύμπτυκτος
-ον, Α [συμπτύσσω]
1. συνεπτυγμένος, διπλωμένος
2. φρ. «ἀνάπαιστοι σύμπτυκτοι» — συνεπτυγμένοι ανάπαιστοι, τών οποίων οι δύο βραχείες συλλαβές έχουν αντικατασταθεί από μία μακρά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σύμπτυκτον — σύμπτυκτος folded together masc/fem acc sg σύμπτυκτος folded together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτύκτοις — σύμπτυκτος folded together masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμπτυκτα — σύμπτυκτος folded together neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπτυκτικός — ή, όν, Α [σύμπτυκτος] αυτός που συμπεριλαμβάνει κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”